Το 1981, ξεκινούσε ένας από τους μεγαλύτερους διεθνείς κύκλους οικονομικής ανάπτυξης, ο οποίος έμελλε να κρατήσει μέχρι το 2000 και κατά τη διάρκεια του ο κόσμος άλλαξε θεαματικά. Αντί, ωστόσο, η Ελλάδα να εκμεταλλευτεί τις ευνοϊκές συνθήκες της δεκαετίας του ΄80, επέλεξε να ακολουθήσει μία πολιτική παροχών βασισμένων στην υπερβολική επέκταση του κρατικού δανεισμού, με αποτέλεσμα το δημόσιο χρέος να εκτιναχθεί πάνω από το 100% μέχρι τις αρχές της επόμενης δεκαετίας. Η Ελλάδα είχε μία και μοναδική ευκαιρία να μειώσει το χρέος που είχε συσσωρευτεί κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 80΄ και αυτή της δόθηκε στη διάρκεια της επόμενης δεκαετίας, η οποία χαρακτηρίστηκε, επίσης, από θεαματική διεθνή ανάπτυξη και εξαιρετικά ευνοϊκό διεθνές επιχειρηματικό περιβάλλον. Έχοντας φτάσει, όμως, το 1991 να ξοδεύει το 12% του ΑΕΠ της για την αποπληρωμή των τόκων των δανείων της και με τους πολιτικούς ιθύνοντες να έχουν εθιστεί στην εύκολη λύση του δανεισμού, ένα τέτοιο εγχείρημα αναμενόταν εξαιρετικά δύσκολο κάτι το οποίο οι δανειστές της Ελλάδας το γνώριζαν καλύτερα από τον καθένα.
Όλα αυτά λάμβαναν χώρα κάτω από το άγρυπνο βλέμμα των δανειστών της Ελλάδας, οι οποίοι συνέχιζαν να καλύπτουν τις δανειακές της ανάγκες ξεκινώντας, ωστόσο, τις διαδικασίες που θα εξασφάλιζαν τα συμφέροντα τους σε περίπτωση μίας μελλοντικής αδυναμίας αποπληρωμής των δανείων της.
Έτσι, από τις αρχές του 2000 οι δανειστές πίεσαν για την θέσπιση νέων νομοθεσιών που θα επέτρεπαν στις ελληνικές τράπεζες την έκδοση καλυμμένων ομολόγων. και το 2003 πέτυχαν την ψήφιση του σχετικού νόμου ανοίγοντας την πόρτα για την αρχή της περιόδου επιβάρυνσης του ελληνικού χρέους με βαριά ενέχυρα.
Ακολούθησε η περίοδος ανάπτυξης από το 2003 μέχρι το 2007 η οποία, όμως, στηρίχτηκε στην επέκταση του ιδιωτικού δανεισμού και στη δημιουργία μίας φούσκας στην αγορά ακινήτων και το 2007 ήταν πια ξεκάθαρο για τους δανειστές ότι η αρχή του τέλους για την Ελλάδα είχε φτάσει. Τότε μεθόδευσαν τη θέσπιση νέων, συμπληρωματικών νόμων για την αγορά καλυμμένων ομολόγων. Μέχρι το 2003 οι τράπεζες απαγορευόταν να εκδώσουν καλυμμένα ομόλογα, καθώς η έκδοση τους συγκρούεται με το ισχύον τραπεζικό δίκαιο της χώρας το οποίο ορίζει ότι τα συμφέροντα των καταθετών μίας τράπεζας πρέπει να προηγούνται αυτών των δανειστών της. Στην περίπτωση έκδοσης καλυμμένων ομολόγων τα συμφέροντα των δανειστών προηγούνται αυτών όλων των υπολοίπων, συμπεριλαμβανομένων και των καταθετών των τραπεζών και έτσι σε περίπτωση οποιασδήποτε αδυναμίας πληρωμής οι δανειστές μπορούν να κατασχέσουν ακόμη και τις καταθέσεις στην τράπεζα.
Τα καλυμμένα ομόλογα είναι εργαλεία χρέους που υποχρεώνουν το δανειολήπτη να εξασφαλίζει το δανειστή με ενέχυρο σε ένα τμήμα των περιουσιακών του στοιχείων το οποίο επιλέγεται σε συνεργασία με το δανειστή και περιλαμβάνει τα καλύτερα περιουσιακά στοιχεία του δανειολήπτη (ονομάζεται: ‘pool’ - ‘πισίνα’).
Το τμήμα αυτό επιβάλλεται να έχει μεγαλύτερη αξία από το ύψος του δανείου ώστε να παρέχει τη μέγιστη δυνατή εξασφάλιση στο δανειστή και ξεχωρίζεται από τα υπόλοιπα περιουσιακά στοιχεία του δανειολήπτη έτσι ώστε σε περίπτωση αδυναμίας αποπληρωμής του δανείου ο δανειστής να έχει πρόσβαση σε αυτό πριν από οποιονδήποτε άλλο δικαιούχο ενώ επιπλέον έχει πρόσβαση και στα υπόλοιπα περιουσιακά στοιχεία του δανειολήπτη. Τέλος, ο δανειστής έχει το δικαίωμα συνεχούς εποπτείας και διενέργειας ελέγχων επί του ενεχυριασμένου τμήματος της περιουσίας του δανειολήπτη και μπορεί να προσθέσει ή να αφαιρέσει περιουσιακά στοιχεία σε αυτό ανά πάσα στιγμή αν κριθεί ότι δεν εξασφαλίζεται δεόντως από την αρχική επιλογή ενεχυριασμένων περιουσιακών στοιχείων. Στην Ελλάδα, η προετοιμασία για την προστασία των δανειστών από το ενδεχόμενο πτώχευσης ξεκίνησε στις αρχές τις περασμένης δεκαετίας και κατέληξε στην ψήφιση της νομοθεσίας που επέτρεψε την έκδοση καλυμμένων ομολόγων το 2003, σε φαινομενικά ανύποπτο χρόνο, άνευ πολιτικών αντιδράσεων και κάτω από τη ‘μύτη’ των Ελλήνων πολιτών.
Οι νέοι νόμοι ψηφίστηκαν. και έχει ενδιαφέρον μία γρήγορη ματιά σε αυτούς από το φύλλο της 1ης Αυγούστου του 2007 της εφημερίδας της Κυβέρνησης, όπου διαβάζουμε τα εξής:
- Τα πιστωτικά ιδρύματα δύνανται να εκδίδουν καλυμμένες ομολογίες, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου και συμπληρωματικά του ν. 3156/2003.
- Το κάλυμμα των καλυμμένων ομολογιών δύναται να συνίσταται σε απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις κάθε φύσεως και συμπληρωματικά σε απαιτήσεις από παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα …, σε καταθέσεις σε πιστωτικά ιδρύματα και σε κινητές αξίες, όπως ορίζεται ειδικότερα με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος.
- Επί του καλύμματος συνιστάται νόμιμο ενέχυρο υπέρ των ομολογιούχων … οι οποίοι αναφέρονται ως εξασφαλιζόμενοι δανειστές στο πρόγραμμα των ομολογιών.
- Σε περίπτωση που ορισμένα από τα περιουσιακά στοιχεία που συνιστούν το κάλυμμα των ομολογιών διέπονται από ξένο δίκαιο, θα συστήνεται εμπράγματη εξασφάλιση επ’ αυτών υπέρ των ομολογιούχων και των λοιπών εξασφαλιζόμενων δανειστών
- Οι απαιτήσεις που συγκαταλέγονται στο κάλυμμα των ομολογιών αναφέρονται ονομαστικά σε έγγραφο που υπογράφεται από τον εκδότη και τον θεματοφύλακα και καταχωρείται σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη σημεία του. Με τον ίδιο τρόπο δύνανται να αντικαθίστανται απαιτήσεις που συνιστούν μέρος του καλύμματος με άλλες ή να προστίθενται απαιτήσεις στο κάλυμμα.
- Με καλυμμένες ομολογίες δύνανται να εξομοιούνται οι ομολογίες που εκδίδονται από νομικό πρόσωπο ειδικού σκοπού, που εδρεύει είτε στην Ελλάδα είτε σε κράτος − μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, και που αποκτά απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις κάθε φύσεως από πιστωτικό ίδρυμα που εδρεύει στην Ελλάδα
Παρά τους παραπάνω νόμους χρειάστηκε μία ακόμη τροποποίηση στην ελληνική νομοθεσία το 2008, προκειμένου η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας να ξεπεράσει και το τελευταίο εμπόδιο για την έκδοση καλυμμένων ομολόγων και μετά και από αυτήν την τροποποίηση ο δρόμος άνοιξε διάπλατα και τον περπάτησαν τόσο η Εθνική, όσο και η Alpha, η Marfin και η Eurobank, με την έκδοση καλυμμένων ομολόγων να γίνεται, πλέον, η νέα εθνική μόδα.
Σταδιακά και σταθερά, μερικές από τις σημαντικότερες ελληνικές τράπεζες προβαίνουν σε όλο και μεγαλύτερες εκδόσεις καλυμμένων ομολόγων, τα οποία λαμβάνουν πολύ χαμηλές βαθμολογίες από τους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης και η νέα αυτή τάση δημιουργεί μία δεξαμενή χρέους το οποίο έχει ως ενέχυρο, κυρίως, στεγαστικά δάνεια. Μελετώντας ενδεικτικά μία έκδοση καλυμμένων ομολόγων ελληνικής τράπεζας αξίας 5 δις ευρώ, βρίσκουμε στην ‘πισίνα’ του στεγαστικά δάνεια στην Αττική, τη Θεσσαλονίκη, την Πελοπόννησο, τη Θεσσαλία, τη Στερεά Ελλάδα, τα νησιά του Αιγαίου, την Κρήτη, τα νησιά του Ιονίου, τη Θράκη και την Ήπειρο. Με το περιεχόμενο της ‘πισίνας’ να αποτελεί το κάλυμμα του ομολόγου, δηλαδή αυτό πάνω στο οποίο ο δανειστής έχει ‘ενέχυρο’ σε περίπτωση αδυναμίας πληρωμής του δανειολήπτη, το πρώτο ερώτημα που τίθεται είναι αν πράγματι σε περίπτωση αδυναμίας αποπληρωμής του δανείου η κυριότητα των στεγαστικών αυτών δανείων περάσει στα χέρια των δανειστών της τράπεζας. Αν η απάντηση είναι θετική, όπως ορίζεται από τη σχετική νομοθεσία, τότε μέσω των προγραμμάτων καλυμμένων ομολόγων των ελληνικών τραπεζών έχει δημιουργηθεί ένα μηχανισμός υποθήκευσης ελληνικής περιουσίας (και μάλιστα χωρίς όριο ως προς το ποσό της ‘κάλυψης’ των δανειστών που μπορεί να επιτευχθεί μέσω αυτού), κάτι που δε φαίνεται ιδιαίτερα σοφό αν λάβουμε υπόψη την χρηματοπιστωτική και οικονομική κατάσταση της χώρας, για την οποία μέχρι και σήμερα οι τιμές των ασφαλίστρων των ελληνικών ομολόγων τη δείχνουν ως δεύτερη πιθανότερη προς πτώχευση στον κόσμο.
Επιπλέον ο μηχανισμός αυτός ρυθμίζεται από μία νομοθεσία που εξασφαλίζει τους δανειστές των τραπεζών έναντι των Ελλήνων καταθετών τους στην περίπτωση οποιασδήποτε περίπτωσης αδυναμίας ή καθυστέρησης αποπληρωμής τους και έτσι το δεύτερο ερώτημα είναι πώς προστατεύονται οι καταθέτες των τραπεζών, δηλαδή οι Έλληνες πολίτες, σε περίπτωση που λάβει χώρα ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Η νομοθεσία περί έκδοσης καλυμμένων ομολόγων αποτέλεσε το πρώτο βήμα στη διαδικασία οριστικής εξασφάλισης των δανειστών από το ενδεχόμενο αδυναμίας πληρωμής τους από την ελληνική πλευρά (εν προκειμένω τις ελληνικές τράπεζες), δημιουργώντας ένα μηχανισμό υποθήκευσης ελληνικής ιδιωτικής περιουσίας και εξασφαλίζοντας νομικά το δικαίωμα των δανειστών να έχουν πλήρη εποπτεία της εικόνας των δανειοληπτριών τραπεζών και έλεγχο στην ‘πισίνα’ των περιουσιακών στοιχείων που τους κάλυπταν.
Το δεύτερο και σημαντικότερο βήμα για τους δανειστές της Ελλάδας ήταν η εξασφάλιση τους από το ενδεχόμενο αδυναμίας πληρωμής τους από το ελληνικό κράτος, μέσω της ψήφισης μίας αντίστοιχης με αυτής των καλυμμένων ομολόγων νομοθεσίας.
Πρώτο εμπόδιο στο στόχο των δανειστών ήταν η παντελής έλλειψη οποιουδήποτε νομικού ερείσματος για την ψήφιση μίας νομοθεσίας από την ελληνική πλευρά που να τους κάλυπτε σε περίπτωση ελληνικής πτώχευσης, παρέχοντας τους εμπράγματες ασφάλειες έναντι της ελληνικής δημόσιας περιουσίας για τα δάνεια τους αλλά και τον πλήρη έλεγχο της ελληνικής οικονομίας ώστε να εξασφαλιστεί ότι θα παρθούν όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε τα δάνεια, τελικά, να αποπληρωθούν. Αν ετίθετο τέτοιο θέμα κάτω από φυσιολογικές συνθήκες θα προκαλούσε άνευ προηγουμένου αντιδράσεις τόσο πολιτικές όσο και λαϊκές.
Το δεύτερο εμπόδιο στο στόχο δανειστών προέκυπτε από τρία ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που είχε το δημόσιο χρέος της Ελλάδας:
α) Ήταν ιδιαίτερα συγκεντρωμένο (80-90%) σε ευρωπαϊκές τράπεζες, κυρίως γαλλικές, γερμανικές, ελβετικές και βρετανικές και έτσι απειλούσε με κρίση το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα και συνάμα τα συνταξιοδοτικά και ασφαλιστικά ταμεία των παραπάνω κρατών σε περίπτωση ελληνικής αδυναμίας αποπληρωμής του.
β) Το 90% του ελληνικού χρέους διεπόταν από το ελληνικό δίκαιο με τρόπο τέτοιο που έδινε στην Ελλάδα το δικαίωμα σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή να προβεί σε αλλαγή της νομοθεσίας και να υποχρεώσει τους δανειστές να συμμετέχουν σε μία εθελοντική αναδιάρθρωση του, κάτι πολύ θετικό για την Ελλάδα αλλά όχι για τους δανειστές.
γ) Το 100% του ελληνικού χρέους ήταν απαλλαγμένο από εμπράγματες ασφάλειες και έτσι οι δανειστές ήταν κατά 100% ‘μη εξασφαλισμένοι’ σε περίπτωση αδυναμίας αποπληρωμής του ή πτώχευσης του ελληνικού κράτους.
Η λύση στα παραπάνω προβλήματα ήρθε με την ‘ελληνική κρίση’ η οποία, πέρα από όλα τα δώρα που έφερε σε Ευρώπη και ΗΠΑ (για τα οποία είχαν γίνει πολλές προβλέψεις σε παλαιότερα άρθρα οι οποίες, πια, αποτελούν επιβεβαιωμένα γεγονότα), οδήγησε την Ελλάδα στην υπογραφή της Σύμβασης Δανειακής Διευκόλυνσης με χώρες της ΕΕ και στο Διακανονισμό Χρηματοδότησης Άμεσης Ετοιμότητας του Δ.Ν.Τ., δημιουργώντας την πολυπόθητη νομοθεσία που εξασφάλισε τα εξής:
α) Την απαλλαγή των ευρωπαϊκών τραπεζών από το ‘τοξικό’ ελληνικό χρέος και τη μεταφορά του σε χώρες της ΕΕ, στο ΔΝΤ και στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα απ’ όπου θα γίνει η διαχείριση του.
β) Την αλλαγή του δικαίου που διέπει το χρέος από το ελληνικό στο αγγλικό, καταργώντας ένα μοναδικό πλεονέκτημα της Ελλάδας.
γ) Την επιβάρυνση του ελληνικού χρέους με εμπράγματες ασφάλειες επί του ελληνικού δημοσίου ακυρώνοντας το δεύτερο εξαιρετικό πλεονέκτημα της Ελλάδας.
δ) Την εποπτεία και τον έλεγχο της ελληνικής οικονομίας και την υποχρέωση της Ελλάδας να υπακούει στις υποδείξεις των δανειστών της, ώστε να εξασφαλιστεί στο μέγιστο δυνατό βαθμό η αποπληρωμή των δανείων της προς αυτούς.
Συμπερασματικά, η νομοθεσία περί καλυμμένων ομολόγων και οι όροι που έγιναν αποδεκτοί από την Ελλάδα και περιέχονται στο λεγόμενο ‘μνημόνιο’, ολοκλήρωσαν τη νομική πλευρά της εξασφάλισης των δανειστών των ελληνικών τραπεζών και των δανειστών του ελληνικού κράτους από το ενδεχόμενο αδυναμίας πληρωμής τους από τις πρώτες ή το δεύτερο και άνοιξαν το δρόμο για μία ελεγχόμενη πτώχευση την οποία βιώνουμε, ήδη, από τις αρχές του 2010 και θα συνεχίσουμε να βιώνουμε για τα επόμενα χρόνια, τουλάχιστον μέχρι το 2020.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου