Τι θα σημάνει μια αναδιάρθρωση του χρέους για την Ελλάδα και τον λαό της; Μήπως θα ελαφρύνει τα βάρη από την εξυπηρέτηση του χρέους; Όχι, σε καμιά περίπτωση. Αντίθετα θα θεσμοθετήσει επίσημα την υποδούλωση της χώρας στους δανειστές της, μέσα από την εφαρμογή ρητρών που θα εσωτερικεύουν τους όρους της δανειακής σύμβασης σε κάθε ειδική έκδοση αναδιαρθρωμένων ομολόγων. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει πολύ απλά ότι σε κάθε έκδοση νέου ομολόγου θα περιλαμβάνονται ρήτρες και όροι που θα εξασφαλίζουν το κάτοχό του έναντι κάθε μελλοντικής αθέτησης πληρωμής. Έτσι το πιθανότερο είναι τα νέα ομόλογα να εκδίδονται στη βάση του αγγλικού ή άλλου δικαίου και όχι του ελληνικού, να περιλαμβάνουν εμπράγματες εγγυήσεις και προβλέψεις πρόσθετων αποζημιώσεων σε βάρος κάθε έννοιας εθνικής αξιοπρέπειας και να τελούν επίσημα υπό την δικαιοδοσία των οργάνων της ευρωζώνης. Εξ ου και η πρόσφατη δήλωση του Ζαν Κλοντ Γιουγκέρ για την ανάγκη έκδοσης ευρωομολόγου.
Μήπως όμως γλυτώσουμε από την αιματηρή λιτότητα; Αυτό δεν προβλέπεται ακόμη κι αν υπάρξει μια πολύ σοβαρή μείωση του χρέους. Είναι χαρακτηριστική μια πρόσφατη εκτίμηση του ΔΝΤ: «Η αναγκαία δημοσιονομική προσαρμογή [διάβαζε αιματηρή λιτότητα, ΔΚ] δεν πρόκειται να είναι σημαντικά μικρότερη ακόμη και με ένα μεγάλο κούρεμα. Αυτό συμβαίνει γιατί το πρόβλημα στις ανεπτυγμένες οικονομίες σήμερα είναι το μεγάλο πρωτογενές έλλειμμα, όχι τα υψηλά επιτόκια και οι δαπάνες γι’ αυτά όπως ήταν στην περίπτωση των αναδυομένων οικονομιών που πτώχευσαν τις τελευταίες δυο δεκαετίες. Στην πράξη, η πρωτογενής προσαρμογή που είναι αναγκαία για να σταθεροποιηθεί η σχέση του χρέους με το ΑΕΠ θα μειωθεί μόλις κατά 0,5% κατά μέσο όρο στο ΑΕΠ (με μέγιστο το 2,7% για την Ελλάδα) αν γίνει κούρεμα κατά 50% –μια ιδιαίτερα μεγάλη υποτίμηση με βάση τα ιστορικά δεδομένα.» (Fiscal Monitor, 11/2010, σ. 30)
Με λίγα λόγια η αιματηρή λιτότητα και ότι επακολουθεί με όρους γενικευμένου ξεπουλήματος, δεν πρόκειται ουσιαστικά να επηρεαστεί ακόμη κι αν μειωθεί το δημόσιο χρέος κατά 50%. Ίσα-ίσα αποτελεί προαπαίτηση της αναδιάρθρωσης. Κι αυτό γιατί πολύ απλά πρέπει να βρεθούν τα αναγκαία πρωτογενή πλεονάσματα για να συνεχιστεί η εξυπηρέτηση ακόμη και του «κουρεμένου» χρέους. Κι επειδή η οικονομία στην κατάσταση που βρίσκεται δεν είναι σε θέση να παράγει πραγματικά πλεονάσματα, γι’ αυτό και επιβάλλεται η αιματηρή λιτότητα, οι δραστικές περικοπές, το ξεπούλημα, προκειμένου να πληρωθεί το χρέος από το υστέρημα των λαϊκών στρωμάτων και της κοινωνίας συνολικά. Έστω κι αν οδηγηθεί ο λαός σε απόγνωση και η χώρα σε διάλυση.
Υπήρχε λύση σύμφωνη με το διεθνές δίκαιο!
Πόσο πρέπει να κατέβει η συνολική εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους ώστε να πάψει αφενός η λιτότητα και αφετέρου να σπάσει ο κύκλος του νέου δανεισμού; Κανείς δεν έχει απαντήσει σ’ αυτό το ερώτημα απ’ όσους μιλάνε για αναδιάρθρωση του χρέους με «κούρεμα», ή για διαγραφή μεγάλου μέρους του χρέους. Ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι η ελληνική οικονομία πετύχει ρυθμούς ανόδου ανάλογους της προηγούμενης δεκαετίας και επιπλέον δημιουργήσει με κάποιον μαγικό τρόπο ένα δημοσιονομικό πλεόνασμα της τάξης του 4% του ΑΕΠ ετήσια, αυτό επαρκεί για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους μειωμένου κατά 80%! Κάτι βέβαια που αποτελεί σενάριο επιστημονικής φαντασίας με βάση τα συμφέροντα των δανειστών, της ευρωζώνης και του ευρώ.
Όμως, σ’ αυτό βρίσκεται η ουσία. Όταν μιλάει κανείς για αναδιάρθρωση χρέους ή διαγραφή μέρους του, θα πρέπει να διευκρινίσει από ποια σκοπιά το κάνει. Με γνώμονα να μην θίξει τα συμφέροντα των δανειστών ή με βάση τα αληθινά συμφέροντα της χώρας και του λαού της; Μπορεί στ’ αλήθεια μια οικονομία με τους πόρους της ήδη κατασπαταλημένους και λεηλατημένους να προχωρήσει γρήγορα σε παραγωγική ανασυγκρότηση, η οποία απαιτεί πολλαπλάσιες επενδύσεις και δαπάνες από το δημόσιο, έχοντας ταυτόχρονα να έστω ένα «κουρεμένο» δημόσιο χρέος; Τα δεδομένα λένε όχι. Τουλάχιστον για μια δεκαετία η ελληνική οικονομία, αφού πρώτα ξεφύγει από το δόκανο του ευρώ, θα χρειαστεί ότι έχει και δεν έχει από άποψη διαθέσιμων πόρων προκειμένου να πετύχει την παραγωγική της ανασυγκρότηση. Όχι μόνο δεν της περισσεύει τίποτε, αλλά θα χρειαστεί πρόσθετους πόρους από το εξωτερικό για να εξασφαλίσει τεχνογνωσία, τεχνολογία και εφαρμογές για μια σύγχρονη ανάπτυξη της δικής της παραγωγής.
Τότε γιατί η κυβέρνηση επέλεξε να συνεχίσει την εξυπηρέτηση του χρέους, θυσιάζοντας το υστέρημα του λαού και της χώρας; Η απάντηση είναι προφανής. Αν ήθελε, αν δεν ήταν τόσο καταφανώς υπόδουλη σε ολιγαρχικά συμφέροντα θα μπορούσε κάλλιστα να επικαλεστεί «κατάσταση ανάγκης» και να σταματήσει, τουλάχιστον για ένα διάστημα, να πληρώνει τα χρέη της. Η έννοια «κατάσταση ανάγκης» (state of necessity) είναι μια διεθνώς αναγνωρισμένη νομικοπολιτική δικλείδα την οποία ένα κράτος μπορεί να επικαλεστεί για να μην εκπληρώσει τις υποχρεώσεις προς τους δανειστές του. Κι αυτό έχει γίνει πάρα πολλές φορές στο παρελθόν. Πότε μπορεί να επικαλεστεί ένα κράτος «κατάσταση ανάγκης»; Σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο όταν ένα κράτος κινδυνεύει από χρεωκοπία και καλείται να επιλέξει ανάμεσα στην εσωτερική του ομαλότητα και ασφάλεια του λαού του αφενός και αφετέρου την πληρωμή των χρεών του. Σύμφωνα με την Επιτροπή Διεθνούς Δικαίου του ΟΗΕ, «ένα κράτος δεν μπορεί να αναγκαστεί να κλείσει τα σχολεία, τα πανεπιστήμια και τα δικαστήριά του, να εγκαταλείψει τις δημόσιες υπηρεσίες του επιφέροντας το χάος και την αναρχία στην κοινωνία, μόνο και μόνο για να εξασφαλίσει τα χρήματα να πληρώσει τους ξένους ή ντόπιους δανειστές του.» (1613η Συνάντηση, 17 Ιουνίου 1980)
Την αρχή αυτή αναγνώρισε σχετικά πρόσφατα και το Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας όταν κλίθηκε να αποφανθεί εναντίον της άρνησης της Αργεντινής το 2003 να πληρώσει ορισμένους δανειστές της, προκειμένου να διαφυλάξει το επίπεδο διαβίωσης και παροχών του κράτους προς το λαό της. Με απόφασή του στις 8 Μαΐου 2007, το Bundesverfassungsgericht αποδέχτηκε τον ισχυρισμό της Αργεντινής, αλλά μόνο σε βάρος δανειστών που είναι κράτη. Η απόφαση αυτή, πέρα από όλα τ’ άλλα, αποτελεί ένα ισχυρό νομικοπολιτικό επιχείρημα για τον ελληνικό λαό ώστε να αρνηθεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από τη δανειακή σύμβαση. Αρκεί να βρει τη δύναμη να επιβάλει το συμφέρον του και μην υποταχθεί στη μοίρα που άλλοι έχουν προδιαγράψει γι’ αυτόν.
* Ο Δημήτρης Καζάκης είναι οικονομολόγος - αναλυτής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου