Η πόλη αριθμεί περί τους 500.000 κατοίκους και είναι μία
από τις πλουσιότερες στον κόσμο όπως φυσικά και της χώρας των 8,5 εκατ κατοίκων
στην οποία ανήκει, όπου το κεφαλήν ετήσιο εισόδημα ανέρχεται περίπου στα 67.500
δολάρια το χρόνο. Κι όμως η πλούσια Ελβετία, και κυρίως η πλούσια Γενεύη,
αποτυγχάνει σε αυτό που θα περίμενε κανείς να της είναι πιο εύκολο να
διαχειριστεί: την στήριξη των πιο αδύναμων που επλήγησαν περισσότερο από την
πανδημία και τα μέτρα που ελήφθησαν και η Γενεύη είναι το πιο τρανταχτό
παράδειγμα. «Οι πρώτοι έφτασαν πριν τις 2 π.μ. Στις 4 π.μ., περισσότερα
από 100 άτομα περίμεναν στο σκοτάδι έξω από το γήπεδο χόκεϊ επί πάγου. Μέχρι
τις 7 π.μ., η ουρά είχε φτάσει το ένα μίλι (1,6χλμ) βόρεια προς το ποτάμι, στη
συνέχεια δυτικά κάτω από την όχθη του ποταμού, μετά γύρω από ένα χώρο
στάθμευσης αθλητικών κέντρων, πέρα από τα γήπεδα σκουός, το box club, το
θέατρο, κάτω από το Pont de Saint-Georges…».
Αυτή είναι η περιγραφή στους New York Times για την ατελείωτη ουρά που είχαν σχηματίσει για μια ακόμη φορά το περασμένο Σάββατο περί τα 3.000 άτομα, κάτοικοι Γενεύης-μιας από τις πλουσιότερες πόλεις στον κόσμο- προκειμένου να λάβουν ένα πακέτο με τρόφιμα αξίας 25 δολαρίων. Μεταξύ αυτών μητέρες με μωρά στα χέρια, κάποιοι σε αναπηρικά αμαξίδια. Πολλοί χρειάζεται να περιμένουν ακόμη και έξι ώρες για να λάβουν τη βοήθεια.
Είναι οι χαμηλόμισθοι, οι εργαζόμενοι χωρίς χαρτιά ή/και ασφάλιση, εκείνοι που βρίσκονται στο τελευταίο σκαλοπάτι της εργατικής τάξης και οι περισσότεροι στην πόλη συχνά ξεχνούν την ύπαρξή τους. Ή προτιμούν να μην τους θυμούνται.
Πρόκειται για χιλιάδες ανθρώπους που εργάζονται στο περιθώριο της ελβετικής οικονομίας και έχασαν τις δουλειές τους μέσα σε μία νύχτα τον Μάρτιο όταν ξενοδοχεία, εστιατόρια και εύπορες οικογένειες απέλυσαν καθαρίστριες, υπηρέτριες, σερβιτόρους που εργάζονταν χωρίς χαρτιά όταν επιβλήθηκε το lockdown.
Μη έχοντας τα απαραίτητα έγγραφα για να λάβουν κρατική στήριξη οι περισσότεροι αναγκάστηκαν να καταφύγουν στην φιλανθρωπία για να επιβιώσουν. Οι ανάγκες ήταν τόσο μεγάλες που τελικά ομάδες εθελοντών και τοπικοί αξιωματούχοι αποφάσισαν να λειτουργήσουν μια φορά την εβδομάδα, μια τράπεζα τροφίμων.
Αυτή είναι η περιγραφή στους New York Times για την ατελείωτη ουρά που είχαν σχηματίσει για μια ακόμη φορά το περασμένο Σάββατο περί τα 3.000 άτομα, κάτοικοι Γενεύης-μιας από τις πλουσιότερες πόλεις στον κόσμο- προκειμένου να λάβουν ένα πακέτο με τρόφιμα αξίας 25 δολαρίων. Μεταξύ αυτών μητέρες με μωρά στα χέρια, κάποιοι σε αναπηρικά αμαξίδια. Πολλοί χρειάζεται να περιμένουν ακόμη και έξι ώρες για να λάβουν τη βοήθεια.
Είναι οι χαμηλόμισθοι, οι εργαζόμενοι χωρίς χαρτιά ή/και ασφάλιση, εκείνοι που βρίσκονται στο τελευταίο σκαλοπάτι της εργατικής τάξης και οι περισσότεροι στην πόλη συχνά ξεχνούν την ύπαρξή τους. Ή προτιμούν να μην τους θυμούνται.
Πρόκειται για χιλιάδες ανθρώπους που εργάζονται στο περιθώριο της ελβετικής οικονομίας και έχασαν τις δουλειές τους μέσα σε μία νύχτα τον Μάρτιο όταν ξενοδοχεία, εστιατόρια και εύπορες οικογένειες απέλυσαν καθαρίστριες, υπηρέτριες, σερβιτόρους που εργάζονταν χωρίς χαρτιά όταν επιβλήθηκε το lockdown.
Μη έχοντας τα απαραίτητα έγγραφα για να λάβουν κρατική στήριξη οι περισσότεροι αναγκάστηκαν να καταφύγουν στην φιλανθρωπία για να επιβιώσουν. Οι ανάγκες ήταν τόσο μεγάλες που τελικά ομάδες εθελοντών και τοπικοί αξιωματούχοι αποφάσισαν να λειτουργήσουν μια φορά την εβδομάδα, μια τράπεζα τροφίμων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου