Ο εκπρόσωπος της Κομισιόν ήταν ξεκάθαρος στις δηλώσεις που έκανε την Τρίτη: «Η Ε.Ε. εισάγει λιγότερο από ένα εκατομμύριο τόνους σιτηρών από τη Ρωσία, όταν η εσωτερική παραγωγή της ανέρχεται σε 280-300 εκατ. ετησίως», είπε, υπογραμμίζοντας παράλληλα ότι οι επιπτώσεις από το εμπάργκο που επέβαλε η Μόσχα στις εξαγωγές θα είναι μηδαμινές για τις 27 χώρες-μέλη (κάτι που αποδεικνύεται και από το γράφημα). Πρόσθεσε δε ότι η Ε.Ε., σε αντίθεση με αρκετές αναπτυσσόμενες χώρες οι οποίες εξαρτώνται από την Ρωσία, διαθέτει μεγάλα αποθέματα σιτηρών, που επαρκούν για να καλύψουν τις όποιες ελλείψεις παρουσιαστούν. Πρακτικά, λοιπόν, δεν υπάρχει κανένας προφανής λόγος για την συνεχή αύξηση στην τιμή των σιτηρών τις τελευταίες εβδομάδες, η οποία από τα τέλη Ιουνίου έχει αγγίξει το 90% -ένα «άλμα» που δεν έχει καταγραφεί εδώ και μισό περίπου αιώνα, ενώ είναι μεγαλύτερο ακόμη και από το αντίστοιχο του 2008, καθώς σημειώθηκε σε πολύ μικρότερο χρονικό διάστημα! Ούτε, βεβαίως, δικαιολογείται η άνοδος η οποία παρατηρείται σε άλλα είδη διατροφής, όπως είναι για παράδειγμα το κακάο, η τιμή του οποίου ξεκίνησε ένα ράλι από τις αρχές του καλοκαιριού και βρίσκεται ήδη στα υψηλότερα επίπεδα από τις αρχές του 1998. Ιδού πώς περιέγραφε η γερμανική εφημερίδα FAZ, στις 20 Ιουλίου, τις αλλαγές που έχουν συντελεστεί στον συγκεκριμένο κλάδο: «Τα εμπορεύματα έχουν καταστεί δημοφιλείς επενδυτικοί στόχοι μόλίς εδώ και μερικά χρόνια. Για την ακρίβεια, μετά το 2004, όταν δύο Αμερικανοί οικονομολόγοι έδειξαν ότι στο παρελθόν, οι τιμές τους δεν συσχετίζονταν με τις αντίστοιχες των μετοχών. Για τους μεγάλους επενδυτές, λοιπόν, οι οποίοι είχαν μεγάλα ανοίγματα στις μετοχές, τα εμπορεύματα αναδείχθηκαν ως μια ελκυστική εναλλακτική επενδυτική επιλογή. Αν και είναι πολύ νωρίς για να συνάγουμε ασφαλή συμπεράσματα, όμως υπάρχουν ενδείξεις ότι, τα προηγούμενα χρόνια, η συσχέτιση ανάμεσα στις τιμές των μετοχών και των εμπορευμάτων κατέστη πιο στενή».
Οσον αφορά στο πιο ιερό από τα «τέρατα» της Wall Street, πάντως, την Goldman Sachs, δεν είναι καθόλου νωρίς για να βγάλουμε τα συμπεράσματά μας. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και πέρυσι, μια χρονιά δηλαδή που δεν σφραγίστηκε από έντονη κερδοσκοπία γύρω από τα είδη διατροφής και τα άλλα εμπορεύματα, πρόσφατα δημοσιεύματα αποκάλυψαν ότι η επενδυτική τράπεζα κέρδισε το διόλου ευκαταφρόνητο ποσό του ενός δισ. δολαρίων στην συγκεκριμένη αγορά.
Οπως εύκολα μπορεί κανείς να φανταστεί, η Goldman ήταν πρωτοπόρος και σε αυτόν τον τομέα, τον οποίο σήμερα λυμαίνεται μαζί με άλλους μεγάλους «παίκτες» των αγορών, όπως η BofA, η City, η Deutsche Bank, η Morgan Stanley, η HSBC και άλλες τράπεζες. Δική της ιδέα ήταν, εξάλλου, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, να καταργηθούν τα σταθερά και αμετάβλητα (μετά την υπογραφή τους) συμβόλαια που αφορούσαν τα είδη διατροφής, για να μετατραπούν σε αντικείμενο αλλεπάλληλων αγοραπωλησιών μέσω παραγώγων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου